καυλί

καυλί
τό
1) головка полового члена; 2) половой член

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "καυλί" в других словарях:

  • καυλί — το (ΑΜ καυλίον, Α και καυλεῑον) νεοελλ. 1. η βάλανος τού πέους 2. το πέος μσν. αρχ. μικρός βλαστός, μικρό κοτσάνι αρχ. 1. είδος θαλάσσιου βρύου («νέμονται... και τό καλούμενον καυλίον», Αριστοτ.) 2. μέρος τού κίονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός «βλαστός» …   Dictionary of Greek

  • Fred Kavli — (Greek: Φρεντ Καυλί , galanom αν το αλλάξεις θα σε γαμήσω ξέρω ποιος είσαι), b. 1927, is a naturalized American physicist, business leader, inventor and philanthropist. He was born in the village of Eresfjord, Nesset municipality in Møre og… …   Wikipedia

  • καυλίζω — (Α καυλίζω) νεοελλ. συνουσιάζομαι, έχω ερωτική επαφή αρχ. τοποθετώ το οξύ άκρο τού δόρατος στη θήκη του. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την αρχ. σημ. < καυλός. Με τη νεοελλ. σημ. < καυλί] …   Dictionary of Greek

  • καυλίον — καυλίον, τὸ (ΑΜ) βλ. καυλί …   Dictionary of Greek

  • καυλείον — καυλεῑον, τὸ (Α) βλ. καυλί …   Dictionary of Greek

  • καυλομαχώ — έω 1. βρίσκομαι σε οργασμό 2. παροιμ. «άλλοι ψυχομαχούν και άλλοι καυλομαχούν» για την αντίθεση τής ψυχικής ιδίως κατάστασης στους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός «πέος» ή καυλί + μαχῶ (< μάχος < μάχη), πρβλ. ιππο μαχώ, ναυ μαχώ] …   Dictionary of Greek

  • καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»